φιλοθρέμμων

φιλοθρέμμων
φιλοθρέμμων
fond of rearing animals
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοθρέμμων — ον, Α 1. αυτός που τού αρέσει να ανατρέφει ζώα 2. (για βλάστηση) πρόσφορος για την εκτροφή ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρέμμων (< θρέμμα), πρβλ. ὑδατο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • φιλοθρέμμονος — φιλοθρέμμων fond of rearing animals gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοθρέμματος — ον, Α φιλοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρέμματος (< θρέμμα, ατος), πρβλ. πολυ θρέμματος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”